- τυχαίου
- τυχαί̱ου , τυχαῖοςaccidentalmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Nanos Valaoritis — (Greek: Νάνος Βαλαωρίτης; born July 5, 1921)[1] is one of the most distinguished writers in Greece today. He has been widely published as a poet, novelist and playwright since 1939, and his correspondence with George Seferis (Allilographia 1945… … Wikipedia
Nanos Valaoritis — Nanos Valaoritis, griech. Νάνος Βαλαωρίτης (* 5. Juli 1921 in Lausanne) ist ein griechischer Dichter und Literaturwissenschaftler. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 2.1 Lyrik … Deutsch Wikipedia
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… … Dictionary of Greek
σειραϊσμός — (Μουσ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη μουσική σύνθεση, σύμφωνα με την οποία η λειτουργία των μουσικών παραγόντων (τονικό ύψος, ρυθμός, δυναμική και ηχόχρωμα) καθορίζεται με βάση αριθμητικέςσχέσεις, αναλογίες ή άλλους μαθηματικούς… … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
φθογγόσημο — το, Ν μουσ. καθένα από τα σύμβολα με τα οποία επιδιώκεται να αποτυπωθούν με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο οι ιδιότητες τών μουσικών φθόγγων, λ.χ. το ακριβές τονικό ύψος τους, η διάρκειά τους, η ένταση και η έκφρασή τους, στα πλαίσια μιας… … Dictionary of Greek
Αμβέρσα — (γαλλ. Anvers,φλαμ. Antwerpen).Πόλη (446.525 κάτ. το 2000) του βόρειου Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.867 τ. χλμ., 1.652.500 κατ. το 2002). Η Α. είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Σέλντε (Εσκό), σε απόσταση 88 χλμ.… … Dictionary of Greek
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek